μαρμάρωμα

μαρμάρωμα
το [μαρμαρώνω]
1. επένδυση ή επίστρωση με μάρμαρο
2. μετατροπή σε μάρμαρο, απολίθωση
3. στερεοποίηση, αποσκλήρυνση, υπερβολική πήξη, κατά την οποία ένα αντικείμενο γίνεται σκληρό σαν μάρμαρο
4. μτφ. η κατάσταση τού ανθρώπου που από κατάπληξη μένει άναυδος και ακίνητος σαν άγαλμα, αποσβόλωμα, κοκάλωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”